30/10/07

74. Crying behind the Windscreen

Κείμενο: Κική
Φωτογραφίες: Κική
...
...
Ήταν η τελευταία φορά που βρίσκονταν. Το 'ξεραν και οι δύο. Δεν το είπαν με λόγια. Μιλούσαν τα μάτια, μιλούσαν οι νευρικές κινησεις των χεριών, μιλούσαν οι κοφτές λέξεις...
...
Πέρασαν μαζί όλη τη νύχτα. Αναπόλησαν, θυμήθηκαν, έκλαψαν, αλληλοκατηγορήθηκαν... Μείναν μαζί μέχρι το ξημέρωμα.
...
Μείναν εκεί μέχρι που η νύχτα έσβησε τα φώτα της. Πλανεύτρα νύχτα που όλα τα καλύπτει.
...
Κατηφόρισαν για να πάρουν τα αυτοκίνητά τους από κει που τα είχαν αφήσει. Πάντα χωριστά. Πάντα με δύο αυτοκίνητα. Δε γινόταν αλλιώς. Ζούσαν μέσα σε ένα παράνομο όνειρο. Πόσο ήθελε να μπει στο πρώτο καράβι και να έφευγε...Πως θα ήταν οι μέρες της από δω και πέρα; Σκούρες και σκοτεινές σαν αυτή που ξημέρωνε; Γκρίζα και βαριά σαν τα σύννεφα; Πώς θα άντεχε να συνεχίζει να ζει έτσι; Χωρίς αυτόν; Έστω ετσι όπως τον είχε;
...
Κάθισαν μαζί στα σκαλοπάτια για τελευταία φορά. Έμειναν αμίλητοι να παρακολουθούν τον ήλιο που ερχόταν απ΄ την ανατολή.
...
Μιαν ανατολή που έκαιγε τα ξενυχτισμένα και κλαμένα μάτια τους.
...
Είχε φτάσει το τέλος. Είπαν μόνο ένα απλό "γειά". Μπήκαν στα αυτοκίνητά τους... Ακόμα κι αυτός ο ήλιος έπαιζε μαζί της. Την κορόιδευε μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου της. Θάλασσα και βράχος είχαν γίνει ένα!
...
Άργησε να βάλει μπρος τη μηχανή. Να 'ταν άραγε σημαδιακή η εικόνα που έβλεπε στο παρμπρίζ; Ο ήλιος καρφωμένος στο σταυρό της αγαπημένης τους εκκλησίας, στο σημείο που συναντιόντουσαν πάντα...Λες να άλλαζε κάτι; Τελευταία στιγμή;
...
Ξεκίνησε τη μηχανή. Έφυγε και κοίταξε από τον καθρέφτη της. Ήταν ένα παιχνίδι που έκαναν πάντα. Αυτός την ακολουθούσε και την ένευε από τον καθρέφτη. Σήμερα όμως; Σήμερα έστριψε το αμάξι του στην αντίθετη κατεύθυνση. Έφυγε προς την άλλη πλευρά. Δε γύρισε καν να την κοιτάξει...
...
Άδειος ο δρόμος... Τίποτα...
...
Ναι...ήταν το τέλος. Έπρεπε να το δεχτεί. Είχαν όλα τελειώσει. Οδήγησε με μάτια θολά. Δεν έβλεπε που πήγαινε. Τα δάκρυα την εμπόδιζαν να δει. Σταμάτησε στην άκρη. Έκλαψε ώρα πολλή μέχρι που δεν είχε άλλα δάκρυα. Κοίταξε έξω.
...
Ο ήλιος έβαζε φωτιά στα σύννεφα για να περάσει. Κάτι σκίρτησε μέσα της. Κάτι την ταρακούνησε. Τι ήταν αυτό; Ανακούφιση; Ναι! Ένιωθε ανακούφιση!!! Ένιωσε ελεύθερη!!! Πόσο καιρό είχε να νιώσει ελεύθερη; Σκούπισε τα δάκρυά της. Έτσι θα έκανε κι αυτή. Θα έβαζε φωτιά στο χτες. Θα το έκανε άκρη για να περάσει και να συνεχίσει. Ξεκίνησε τη μηχανή και τη ζωή της μαζί! Βρρρρρρρρρρουμμμμμμμμμμμμμμμμ.................

Προβάλλεται επίσης στην αίθουσα "Oneiromageiremata"

29/10/07

73. Σκοτεινά Ρόδια







Σκοτεινά Ρόδια
...
...
...
Προσεχώς στις οθόνες σας, μία νέα φωτονουβέλα.
Ενα αισθηματικό δράμα, ταυτόχρονα σε δύο αίθουσες.
"Crying behind the Windscreen"
Coming soon...
...
...

19/10/07

70. "The long and winding road" Act II

Κείμενο: Ralou
Φωτογραφίες: H.Constantinos
...
The long and winding road to Paltsi
Act II: "Οι τρεις Αδελφές"
...
...

Στο σκοτεινό Πήλιο, το αυτοκίνητο, στο δρόμο για την Πάλτση έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω στις στροφές του στενού δρόμου.
...
Η Μάρω, το κοίταξε από το ύψος των δέκα μέτρων της λυγερής κορμοστασιάς της.
"Μα τι έχουν πάθει αυτά τα μικρά μαλακά κινούμενα πλάσματα με τις βρωμερές μηχανές τους; Ετσι που πάει θα καταλήξει πάνω μου και θα το φάει το κεφάλι του!"
Η Μαίρη και το Μαράκι στα δεξιά της κούνησαν την κόμη τους συμφωνώντας με την μεγαλύτερη αδελφή τους.
...
Η Μάρω η Μαίρη και το Μαράκι καθόλου δεν έχουν ανάγκη τα ονόματα που τους έδωσα βέβαια.
Γιατί δεν είναι άνθρωποι.
Είναι και οι τρεις τους μεγάλες, σχετικά νεαρές κουκουναριές του είδους Pinus Pinea, που είναι φυτρωμένες στο Πήλιο, στο δρόμο για την Πάλτση.
Οι τρεις αδελφές στέκουν μοναχικά πάνω στη στροφή του δρόμου.
Αλλες κουκουναριές δεν υπάρχουν τριγύρω.
Ούτε βέβαια έχουν φωνή να μιλήσουν.
Αν θέλει να πει κάτι η μια στην άλλη επικοινωνούν υπόγεια, εκεί που οι ρίζες τους μπερδεύονται, από μερικά εκατοστά κάτω από το έδαφος μέχρι το μεγαλύτερο βάθος που έχουν χωθεί για να βρίσκουν νερό και ουσίες.
...
Οι τρεις αδελφές είναι ευχαριστημένες με το σπίτι τους.
Η θέα είναι καταπληκτική, ο αέρας περνάει ανεμπόδιστος ανάμεσα τους, ο ήλιος τις λούζει χωρίς να υπάρχει ανταγωνισμός όπως στα δάση και οι βροχές τις ποτίζουν με ευκολία.
Τις φωτιές δεν τις φοβούνται, ψήλωσαν αρκετά πια και μια φωτιά στους χαμηλούς θάμνους από κάτω δεν τις τρομάζει. Πολύ περισσότερο, που εκεί που βρίσκονται στην άκρη του δρόμου πάνω στην στροφή, ποιος να ενδιαφερθεί να τις πειράξει.
Απολαμβάνουν η μία την συντροφιά της άλλης και παρατηρούν τα μαλακά κινούμενα πλάσματα, όταν βαριούνται να κάνουν ότι κάνουν συνήθως τα δέντρα.

...

Και έτσι που στέκουν δίπλα στο δρόμο γίνονται μάρτυρες της κουταμάρας αυτών των μαλακών κινούμενων πλασμάτων με τις βρωμερές μηχανές τους.
Καμιά φορά σταματάνε κάτω από τον ίσκιο που δημιουργεί η πλούσια κόμη τους και τότε οι τρεις αδελφές τους ακούνε να μιλάνε την ακατανόητη γλώσσα τους και φεύγοντας να αφήνουν σκουπίδια που συσσωρεύονται στη βάση του κορμιού τους.
Αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι τρεις αδελφές είναι όταν τους βλέπουν να τις προσπερνούν με απίστευτη ταχύτητα πάνω στη στροφή του δρόμου, μεγαλύτερη και από την ταχύτητα που πετάει μια κίσσα για παράδειγμα ή ένα σπουργίτι ή ακόμα και ένα πετροχελίδονο, - έχουν πολλά από δαύτα στη γειτονιά τους, φιλαράκια είναι, κάθονται στα κλαδιά τους πολλές φορές και φλυαρούν στις εξ ίσου ακατανόητες γλώσσες τους.
...
Η Μάρω λοιπόν η μεγαλύτερη κοιτούσε από μακρυά την μηχανή που ερχόταν προς την στροφή.
Συνήθως αυτές οι μηχανές κινούνται με μικρότερη ταχύτητα σαν περνούν από την στροφή αλλά τούτη δω ερχόταν σαν τρελή, με τα φώτα της να διακρίνονται από μακρυά αναμμένα σαν τα μάτια της μικρής αλεπούς που αντιφεγγίζουν στο σκοτάδι.
...
Κάνοντας μικρούς ακανόνιστους ελιγμούς, ασυνήθιστους και περίεργους η μηχανή την πλησίαζε τρέχοντας κατά πάνω της λες και την είχε βάλει στόχο.
Ηταν από αυτές τις φορές που θα ήθελε να είχε φωνή να φωνάξει "Πρόσεχε! Σταμάτα! Έχει στροφή εδώ. Που πας, θα πέσεις πάνω μου!".
Μέσα στην νύχτα ο βρυχηθμός της ακουγόταν τρομαχτικός, πλησίαζε όλο και πιο πολύ.
Η Μάρω σκέφτηκε τις τρεις κουκουνάρες της που ήταν έτοιμες να σκάσουν και να πετάξουν τους ξύλινους καρπούς τους αύριο με την ζέστη του μεσημεριού.
Πάνω στον πανικό τις τίναξε με μιας εκείνη τη στιγμή, μια βροχή από μικροσκοπικά μαύρα σπόρια πέσαν στα πόδια της.
...
Η μηχανή με το μαλακό πλάσμα πλησίασε ακόμα πιο πολύ, η μυρωδιά της σκορπίστηκε στην ατμόσφαιρα, έκανε πάλι μερικούς παράξενους ελιγμούς και την τελευταία στιγμή βγήκε από τον δρόμο και έπεσε με φόρα πάνω στο κορμί... της Μαίρης δίπλα της!
...
Θόρυβος μεγάλος, τράνταγμα μεγαλύτερο, το χώμα σκάφτηκε στα πόδια τους, οι δυο πόρτες της φοβερής μηχανής άνοιξαν διάπλατα, το μαλακό κινούμενο πλάσμα τινάχτηκε από μέσα και έπεσε στο πλάι δίπλα στο Μαράκι, έμεινε ακίνητο μια στιγμή και μετά σάλεψε αργά βγάζοντας ήχους ακατανόητους.
Σιγά σιγά σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει.
Η μηχανή ακουμπισμένη ακόμα στα πόδια της Μαίρης άχνιζε, ακίνητη σαν πεθαμένο αγρίμι. Η ίδια η Μαίρη, πιο σοκαρισμένη από όλους, σειόταν ακόμα από την σύγκρουση. Το κορμί της σίγουρα θα πόναγε, κομμάτια από τον φλοιό της είχαν γδαρθεί και από τις πληγές είχε αρχίσει ήδη να τρέχει ο μυρωδάτος χυμός της.
Αλλά ούτε η Μάρω ούτε το Μαράκι μπορούσαν να την βοηθήσουν με κανένα τρόπο.
...
Αλλη μηχανή πλησίασε από μακριά και άλλα μαλακά κινούμενα πλάσματα βγήκαν από μέσα και μάζεψαν το πρώτο προσεχτικά.
Ισως το να μπορεί κανείς να κινείται να μην είναι τελικά και τόσο κακό πράγμα.
Ισως να μπορούσε να βοηθήσει την Μαίρη, να την στηρίξει τώρα που υπέφερε -αλλά τι ξέρει αυτή, ακίνητη στο χώμα έζησε όλη την ζωή της και έτσι θα ζήσει και τη υπόλοιπη. Να, πριν λίγο καιρό τι μπορούσαν να κάνουν που έβλεπαν απέναντι στην πλαγιά άλλες μακρινές συγγένισσες να καίγονται η μία μετά την άλλη και τίποτα να μην μπορεί να κάνει καμιά τους.
Ωστόσο, πέρασε η νύχτα και ήλθε το πρωί, πήραν και την μηχανή από τα πόδια της Μαίρης, που σιγά σιγά συνερχόταν από το κακό.
...
Πέρασαν κι άλλες μέρες και νύχτες, πολλές κίσσες και σπουργίτια και πετροχελίδονα ήρθαν και τους επισκέφτηκαν και η μικρή αλεπού πέρασε να δει τι συνέβη, όλοι είπαν ένα λόγο στην γλώσσα τους, καλό, κακό, ποιος ξέρει, ένα ειρωνικό βλέμμα στο μάτι της αλεπούς το παρατήρησε, οι πληγές της Μαίρης επουλώθηκαν, τα σπόρια τους γέμισαν πάλι το σκαμμένο από την τρελή μηχανή χώμα.
...
Το πράγμα ξεχάστηκε σχετικά εύκολα όπως εύκολα ξεχνούν τα δέντρα, μόνο καμιά φορά το σκέφτονταν έτσι περαστικά όταν βαριόνταν να κάνουν ότι κάνουν συνήθως τα δέντρα.
...

Ωσπου ξαφνικά μια μέρα, μια άλλη μηχανή πλησίασε στην άκρη του δρόμου και το μαλακό κινούμενο πλάσμα που είχε πέσει πάνω στη Μαίρη, πλησίασε και άρχισε να φτιάχνει ένα αντικείμενο περίεργο εκεί ακριβώς μπροστά στα πόδια της.
Αλλο τέτοιο δεν είχαν δει οι τρεις αδελφές στην γειτονιά τους.
Το πλάσμα δούλεψε πάνω του ώρα πολλή, πέρασε το μεσημέρι και μέχρι το απόγευμα ακόμα το πάλευε.
Οταν το τελείωσε, κάθισε και το κοίταξε έκανε παράξενες κινήσεις με τα χέρια του και μετά έβαλε μέσα του μια φωτίτσα μικρή και άναψε κάτι που έβγαλε καπνό και μυρωδιά ωραία και το πλάσμα κούναγε τα χέρια του και μίλαγε στην ακατανόητη γλώσσα του, κοιτώντας τον ουρανό.
...
Με τον καιρό συνήθισαν το παράξενο αντικείμενο στα πόδια της Μαίρης, και συχνά κι άλλα μικρά μαλακά κινούμενα πλάσματα έρχονταν και το κοιτούσαν και άναβαν ξανά την μικρή φωτίτσα και για λίγο έβγαινε και ο μικρός μυρωδάτος καπνός από μέσα του.
Και ύστερα η Μάρω σκεφτόταν ότι -παράξενο πράγμα- πολλές φορές τα μικρά μαλακά πλάσματα που πλησίαζαν με τις θορυβώδεις μηχανές τους, διέκριναν από μακριά το παράξενο άσπρο αντικείμενο στα πόδια της Μαίρης και χαμήλωναν λίγο την ταχύτητα τους και περνούσαν την στροφή για την Πάλτση λίγο πιο αργά, λίγο πιο προσεχτικά ίσως...
Αλλά πάλι μπορεί να ήταν και η ιδέα της.
...
Οι μεγάλες αλλά σχετικά νεαρές Pinus Pinea δεν κάθονται να πολυασχοληθούν με τις υποθέσεις των άλλων.
...
Συνήθως στέκονται εκεί και σείονται στον αέρα και μαζεύουν ήλιο και ρουφούν νερό και τινάζουν τους μαύρους ξύλινους σπόρους τους και ακούνε τις παράξενες γλώσσες των πλασμάτων και των πουλιών και της αλεπούς.
...
Και αρκούνται τέλος πάντων στο να κάνουν, ότι κάνουν τα μεγάλα δέντρα όταν δεν βαριούνται...

...
...
Η άλλη πλευρά...: "Το Θύμα"

...
...

16/10/07

69. "The long and winding road" Act I

Κείμενο: Ralou
Φωτογραφίες: H.Constantinos

The long and winding road to Paltsi
Act I: "Σβετλάνα"
...
...

Paltsi beach, Wintertime
...
Ο Γρηγόρης μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε να γυρίσει σπίτι του στην Πάλτση.
Από νωρίς στα τσιπουράδικα του Βόλου τα είχε κοπανίσει για τα καλά, μετά έμπλεξε με την παλιοπαρέα και κατάληξαν στο ξενυχτάδικο έξω από την πόλη.
Αχ! Μόνο έτσι ξεχνιέται ο άνθρωπος!
...
Οικοδόμος ο ίδιος, με τα χέρια του έφτιαξε τα ρουμς του λετ στο προικώο της Πηνελόπης της γυναίκας του, έκοψε και τις καστανιές που είχαν αγριέψει και πέντε έξι κουκουναριές και ετοιμάστηκε να τα κονομήσει γερά.
Είχαν πέραση τα σπίτια μέσα στο δάσος, οι τουρίστες αμάν κάνανε να τα νοικιάσουν.

Paltsi beach, Summertime
...
Και κοίτα να δεις! Να σου έρθει μετά το δασαρχείο, λίγο πριν ανοίξει εκεί κατά τον Μάιο, και να σου πει ότι είσαι παράνομος και δεν σου δίνουν άδεια!
Αδεια τα είχε τα δωμάτια όλο το καλοκαίρι, και το δάνειο έτρεχε.
Οκτώβρης πια, ανοίξανε και τα σχολεία, τα κουτσούβελα είχαν ένα σωρό έξοδα και η συμβία του η Πηνελόπη όλο να του γκρινιάζει για τα λεφτά. Τι να σου κάνει ο άνθρωπος, κάπως πρέπει να ξεχαστεί.
...
Πήγαν λοιπόν στο ξενυχτάδικο με τα φιλαράκια του, ήπιανε κάτι μπουκάλια μπόμπες, ακούσανε την Σβετλάνα να τραγουδάει το "Ιστορία μου, Αμαρτία μου", μετά ήρθε στο τραπέζι τους, του τρίφτηκε λιγάκι, ζαλίστηκε, ήπιε κι άλλο και τώρα πια στις 4 τα ξημερώματα θυμήθηκε ότι πρέπει να γυρίσει στο σπίτι.
...
The long and winding road to Paltsi
...
Το ημιφορτηγό με τα σύνεργα ακόμα στην καρότσα, πήρε το δρόμο για το χωριό, ο δρόμος στενός, σκοτάδι πίσσα, δεν είχε και φεγγάρι, αλλά τόσες φορές που είχε κάνει την διαδρομή, ήξερε τον δρόμο μονάχο του, στον αυτόματο πιλότο το είχε βάλει.
Ο ίδιος κρατώντας το τιμόνι ένοιωθε το στομάχι του να ανακατώνεται, και το κεφάλι του να γυρίζει και βλαστήμαγε μέσα από τα δόντια του την μαύρη του την τύχη, το δασαρχείο, την Πηνελόπη, την μπόμπα που είχε πιει και τον γαμ/νο το δρόμο που με τις στροφές τον ζάλιζε ακόμα πιο πολύ.
...
The long and winding road to Paltsi
...
Στον δρόμο δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα και ευτυχώς, γιατί το τιμόνι του ξέφευγε συνέχεια και το ημιφορτηγό έγραφε οχτάρια πάνω στην άσφαλτο.
Ο Γρηγόρης σκεφτόταν επίσης την Σβετλάνα, δίμετρη ξανθιά από την Ουκρανία, -μα τι τις ταϊζουν και γίνονται τόσο ψηλές;- να του κουνιέται με το φουντωτό μαλλί της ναι να του γνέφει πονηρά.
Και όσο την σκεφτόταν, τόσο πιο πολύ πατούσε το γκάζι χωρίς να το καταλαβαίνει, και τόσο το αυτοκίνητο άνοιγε ταχύτητα και βρέθηκε να τρέχει σαν τρελό στον στενό επαρχιακό δρόμο.
...
The turn...
...
Στην μεγάλη στροφή δύο χιλιόμετρα πριν το χωριό, ο Γρηγόρης έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και σαν τα άνοιξε είδε να διαγράφονται στον νυχτερινό ουρανό τρεις -Ναι! Τρεις!- Σβετλάνες με τα φουντωτά μαλλιά τους και να του γνέφουν πονηρά -μα τι τις ταϊζουν και ψηλώνουν τόσο;!
...
Ετριψε τα μάτια του για δει καλύτερα και το επόμενο πράγμα που κατάλαβε ήταν να έχει πεταχτεί στο χώμα στα πόδια της μιάς Σβετλάνας, της μικρότερης και να τρώει χώμα και σκίνα.
...

Κάθισε ακούνητος μια στιγμή και μετά σάλεψε σιγά σιγά βογκώντας να σηκωθεί. Το ημιφορτηγό πίτα πάνω στο μεσαίο δέντρο και ο ίδιος στο χώμα πλάϊ του. Με όση δύναμη του έμεινε σηκώθηκε, έκανε το σταυρό του σαν κατάλαβε ότι είχε Αγιο με το μέρος του εκείνο το βράδυ και φώναξε βοήθεια μέσα στη σιωπή.

Ευτυχώς ένα άλλο αυτοκίνητο έτυχε να περνάει, τον μάζεψαν οι άνθρωποι, τον πήγαν στο ιατρικό κέντρο και όλοι λέγανε και ξαναλέγανε πως είχε Αγιο που την γλύτωσε με ένα σπασμένο χέρι και μερικούς μώλωπες.

Μπανταρισμένος με γύψους, ράμματα και γάζες γύρισε σε τρεις μέρες στο σπίτι του και υποσχέθηκε στον εαυτό του να φτιάξει ένα μικρό εκκλησάκι εκεί στην άκρη του δρόμου, που έπεσε πάνω στο δέντρο και όμως σώθηκε.

Paltsi sand
...
Κατά τον Μάρτη που είχαν ζεστάνει οι μέρες, ο Γρηγόρης φρόντισε να υλοποιήσει την υπόσχεση του, πήρε από τα υλικά που είχαν περισσέψει από τα χτισίματα στο οικόπεδο της Πηνελόπης, τσιμεντόλιθους και τούβλα και τσιμέντο και ασβέστη κι όλα τα χρειαζούμενα και παρκάρισε το αυτοκίνητο του ξαδέλφου του, δανεισμένο για την περίσταση -το ημιφορτηγό το είχαν πάρει για παλιοσίδερα- δίπλα στο δέντρο που είχε τρακάρει.

Οι τρεις κουκουναριές δίπλα - δίπλα είχαν χώρο αρκετό μπροστά τους.
Ανασκουμπώθηκε, έφτιαξε λάσπη και έχτισε ένα μεγαλούτσικο εκκλησάκι με τη βάση του, το χώρο για το καντήλι και τις εικόνες του, την τετράριχτη σκεπή του, μερακλήδικα και περιποιημένα πράγματα.
Αύριο θα ερχόταν πάλι να το ασβεστώσει και να το περιποιηθεί περισσότερο, θά έφερνε και λάδι στο μπουκάλι για να ανάβει το καντήλι όποιος περνούσε από κει και λουμίνια και καρβουνάκια και λιβάνι να υπάρχουν.
Αναψε ένα καντήλι και ένα θυμιατό που σκόρπισε τον μοσχοβολιστό καπνό του σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και ευχαρίστησε τον Θεό που την έβγαλε καθαρή.
...
The turn...
...
Καθώς κοιτούσε προς τα πάνω το μάτι του αγκάλιασε και τις τρεις κουκουναριές, κάτι του θύμισαν έτσι ψηλές και λυγερόκορμες, σκέφτηκε εκείνες που έκοψε από το χωράφι της Πηνελόπης, δεν βαριέσαι, δέντρα είναι, τι ψυχή έχουν.
...
Μετά μπήκε στο αυτοκίνητο του ξαδέλφου και οδήγησε προς το χωριό και σ'όλο το δρόμο ένας σκοπός τριγυρνούσε στο μυαλό του: "Ιστορία μου, Αμαρτία μου".
...
Αχ! μωρή Σβετλάνα...
...
...
...

Η άλλη πλευρά...: Οι αυτόπτες μάρτυρες
...
...

6/10/07

66. Παροπλισμός

Κείμενο: Ralou

Δεκαετία του 80.
Το απόχτησε με δυσκολία. Λαμπερό, αστραφτερό, αντικείμενο πόθου διακαούς.
Αιτία και αφορμή ζήλιας και φθόνου για τον ευτυχή κατέχοντα.
Σύμβολο κύρους σαν περνούσε μπροστά από την πλατεία ή στο καφενείο του χωριού.
Κομμάτι του εαυτού του σαν το οδηγούσε στην Εθνική και μετά σε στενούς αγροτικούς δρόμους και αυτό αξιόπιστο και δυνατό, να τον κάνει να νοιώθει σπουδαίος.
Καταφύγιο σαν ήθελε να τρέξει για να ξεφύγει από τις σκέψεις.
Φωλιά, γραφείο και σπίτι, δόλωμα -για ευνόητους λόγους-.
Σταθερή οικονομική αιμορραγία μπροστά στις αντλίες βενζίνης, και στα τακτικά σέρβις.
Επαγγελματικό εργαλείο, που δήλωνε ευμάρεια, «είμαι πετυχημένος πλούσιος έχω κύρος μπορώ να αγοράζω ένα τέτοιο αυτοκίνητο».
Και ταξίδια κοντινά και μακρινά, αναπαυτικά, αθόρυβα, λουσάτα.
...
Μεσημέρια Κυριακής με σαγιονάρες, μουσική από το ραδιόφωνο και κουβά, σαπούνια, φυσικούς σπόγγους, το λάστιχο, κερί γυαλίσματος, κομμάτι δέρμα,- κούκλα το έκανε
Ανθρωποι που ταξίδεψαν μ' αυτό από την θέση του συνοδηγού.
Οι συνεργάτες σε επαγγελματικά ταξίδια, οι φίλοι σε αποδράσεις χειμωνιάτικες, μετά η οικογένεια και τα παιδιά στο πίσω κάθισμα –«Μπαμπά Μην Τρέχεις»- βαλίτσες, ομπρέλες θάλασσας, ψυγείο με μπύρες, γονείς και τρεχάματα σε γιατρούς, ξεπορτίσματα τις πρώτες πρωινές ώρες από την συζυγική εστία στα μπουζούκια και καλλονές με γυαλιστερά τοπάκια, ο σκύλος στο πορτ μπαγκάζ για τον κτηνίατρο, το βίντεο για φτιάξιμο στον μάστορα, τα παιδιά στα φροντιστήρια, κάποια στιγμή το έδινε και στον μεγάλο να κάνει τις τσάρκες του –στα 18 το πήρε το δίπλωμα ο άτιμος.

Πέρασαν ίσως περισσότερο κι από δύο δεκαετίες.
Κάτι τα ακριβά ανταλλακτικά, κάτι οι ζημιές που εμφανίζονταν όλο και συχνότερα, κάτι τα χρόνια τα δικά του που περνούσαν και η νεότητα που έφευγε, πήρε απόφαση να το αποχωριστεί, να ανανεωθεί και ο ίδιος, να δώσει στις ανάγκες του πιο προσγειωμένες λύσεις.
Χμ! ένας λόγος είναι αυτός.
Αγόρασε το καινούριο μοντέλο, μεγάλο, Γιαπωνέζικο, αρκετά αστραφτερό, λιγότερο σύμβολο κύρους, αλλά πιο οικονομικό και το ίδιο αξιόπιστο.
...
Ωστόσο δεν του πήγαινε η καρδιά να δώσει το παλιό για ανταλλακτικά.Ούτε να το δώσει στην ανακύκλωση.
...
Στο τιμόνι του στριφογύριζαν τα όνειρα του όλων των χρόνων σε ατέρμονη τροχιά.
Στο λεβιέ τυλίγονταν ηδονικά, νύχτες εκπλήρωσης επιθυμιών και φαντασιώσεων.
Στο πεντάλ του φρένου στρίγκλιζαν οικογενειακές υποχρεώσεις.
Από το διάσημο σήμα του στο καπό, τον χαιρετούσαν οι επαγγελματικές προσπάθειες και επιτυχίες.
Στα δερμάτινα καθίσματα, κάθονταν κομμάτια της ζωής του, όμορφα και άσχημα. Είχαν ποτιστεί με τον ιδρώτα του και όχι μόνο, είχαν αποχτήσει ίχνη του DNA του, είχαν πάρει το σχήμα του κορμιού του.
Το αγαπούσε πια, το σεβόταν, το πονούσε.

Το οδήγησε για τελευταία φορά στο πιο ταιριαστό σημείο.
...
Έσβησε την μηχανή. Κλείδωσε τις πόρτες. Αφαίρεσε τα διακριτικά του. Το έντυσε με το παλιό κάλυμμα.
Του είπε ευχαριστώ.
Το άφησε να ξεκουραστεί.
Το άφησε να φύγει.
...
Πήρε το νέο Γιαπωνέζικο –μυρωδιά καινούριου, το κορμί άβολο πάνω στο καινούριο κάθισμα, τα πεντάλ σκληρά, ο λεβιές άμαθος ακόμα στα χούγια του- και βγήκε στο δρόμο...


Κείμενο: Ralou